Τίτλος : Ο Λουκάς και η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης
Συγγραφέας : Αικατερίνη Ράπτη
Στο Λουκά αρέσουν πολύ τα παιχνίδια. Με το φίλο του το Μπάμπη από το διπλανό διαμέρισμα παίζουν με τις ώρες. Έχει όμως ένα μεγάλο ελάττωμα ο Λουκάς. Είναι τσαπατσούλης! Όσο και να παίξει με το φίλο του, ποτέ δε μαζεύουν τα παιχνίδια τους. Κι έτσι, το δωμάτιο του Λουκά είναι πάντα σα βομβαρδισμένο. Πεταμένα τουβλάκια από εδώ, σκορπισμένα στρατιωτάκια από κει, μισοτελειωμένα παζλ παραπέρα, μπάλες, αμάξια, τρενάκια κι ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε! Μάταια ο μπαμπάς και η μαμά του λένε ότι πρέπει να γίνει νοικοκύρης. Ο Λουκάς συγυρίζει μια, δυο φορές και μετά πάλι τα ίδια.
Έγινε όμως κάτι που δεν το περίμενε ούτε ο Λουκάς, ούτε ο Μπάμπης. Όλα ξεκίνησαν μια μέρα που είχε έρθει η γιαγιά στο σπίτι. Έπρεπε να κρατήσει το Λουκά, γιατί ο μπαμπάς και η μαμά θα πήγαιναν σε ένα γάμο και θα αργούσαν να γυρίσουν το βράδυ. Καθώς λοιπόν ο Λουκάς έπαιζε με τα παιχνίδια του, άκουσε τη μαμά με τη γιαγιά κάτι να σιγοψιθυρίζουν στην κουζίνα. Και περίεργος καθώς ήταν, πλησίασε σιγά, σιγά, πατώντας σα γατούλης στις μύτες των ποδιών του, για να ακούσει καλύτερα. Αυτό που άκουσε όμως, τον άφησε με ανοιχτό το στόμα.
- Δηλαδή θα έρθει η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης; Έλεγε η μαμά στη γιαγιά.
- Έτσι φαίνεται, απάντησε η γιαγιά με συνομοτικό ύφος. Και πρόσθεσε ψιθυριστά, “Αφού δε μαζεύει τα παιχνίδια του, θα’ρθει εκείνη να του τα πάρει. Σίγουρα...”
- Κάτσε, γιατί σα να τον άκουσα, είπε η μαμά και αμέσως φώναξε, Λουκά; Πού είσαι;
“Ωχ, με τσάκωσαν” σκέφτηκε ο Λουκάς και γύρισε τρέχοντας στα παιχνίδια του.
- Εδώ είμαι, απάντησε με δυνατή φωνή απ’το δωμάτιο, και έκανε τάχα πως παίζει με τα τουβλάκια του. Αλλά πού να παίξει...Τα λόγια της γιαγιάς όλο και τριγύριζαν στο κεφάλι του.
Ποιά ήταν λοιπόν αυτή η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης; Και γιατί ήθελε να του πάρει τα παιχνίδια; Έσπασε το κεφάλι του, αλλά λύση δε μπόρεσε να βρει. Ούτε στα παραμύθια του έγραφε τίποτα για Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης. Για Γαλάζια Νεράιδα ήξερε, για Νεράιδα των Δοντιών ήξερε, για Νεράιδα των Λουλουδιών ήξερε, αλλά για Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης δεν είχε διαβάσει πουθενά τίποτα!
Το απόγευμα που ήρθε ο Μπάμπης για να παίξουν, ο Λουκάς συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο και του τα είπε όλα. Αλλά ούτε και ο Μπάμπης είχε ακούσει τίποτα για αυτή την παράξενη Νεράιδα.
- Ελπίζω πάντως να μη στα πάρει στ’αλήθεια, είπε ο Μπάμπης ανήσυχος. Μου αρέσουν πολύ τα παιχνίδια σου Λουκά.
- Και τι λες να κάνουμε; Ρώτησε ο Λουκάς απελπισμένος
Ο Μπάμπης σούφρωσε τα φρύδια του, πήρε σοβαρό ύφος και αφού σκέφτηκε λίγο, είπε:
- Μία είναι η λύση.
- Ποιά ; ρώτησε ο Λουκάς με αγωνία.
- Να ρωτήσεις τη γιαγιά σου φυσικά!
- Λες να μου πει;
- Γιατί όχι; Οι γιαγιάδες ξέρουν πολλά για παραμύθια και Νεράιδες. Ρώτα τη το βράδυ πριν πάτε για ύπνο. Μήν ξεχάσεις να μου πεις κι εμένα αύριο, είπε ο Μπάμπης φεύγοντας το βράδυ.
- Καλύτερα να τη ρωτήσω, σκέφτηκε ο Λουκάς και πήγε δειλά, δειλά, κοντά στη γιαγιά του.
- Γιαγιάαα... ποιά είναι η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης;
- Ώστε μας άκουσες κατεργαράκο, είπε η γιαγιά χαμογελώντας και τον πήρε αγκαλιά.
- Αλήθεια θα μου πάρει τα παιχνίδια;
- Λοιπόν, για να δούμε, είπε η γιαγιά. Ας πάρουμε τα πράγματα απ΄την αρχή. Όπως ξέρεις Λουκά μου υπάρχουν πολλές νεραϊδούλες. Μια από αυτές, η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης, ενοχλείται πολύ από την ακαταστασία. Όταν βλέπει πως τα παιδάκια δε μαζεύουν τα παιχνίδια τους πιστεύει πως δεν τα προσέχουν. Γι’αυτό πηγαίνει τα βράδια , μαζεύει εκείνη τα παιχνίδια και τα πηγαίνει σε άλλα παιδάκια που δεν έχουν και που θα τα φροντίζουν πιο πολύ.
- Μα εγώ τα αγαπάω τα παιχνίδια μου!
-Αν τα αγαπάς πρέπει και να τα προσέχεις, είπε σοβαρά η γιαγιά. Αλλιώς πολύ φοβάμαι πως σε λίγο θα τα χαίρονται άλλα παιδάκια τα παιχνίδια σου. Δεν πρέπει να τα πετάς από δω κι από κει Λουκά μου.
-Καλά, πάω, είπε ο Λουκάς με βαριά καρδιά και έτρεξε στο δωμάτιο να μαζέψει τα παιχνίδια του. Εκεί που τα μάζευε όμως, κοντοστάθηκε...
-Βρε, λες να μου λέει ψέματα η γιαγιά; αναρωτήθηκε. Μπορεί να μου τα είπε όλα αυτά μόνο για να μαζέψω τα παιχνίδια μου. Λοιπόν, ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθω, είπε κι αμέσως κατέστρωσε το σχέδιό του. Μάζεψε όλα τα αγαπημένα του παιχνίδια και άφησε έξω εκείνα που δεν του άρεσαν και πάρα πολύ.
- Τώρα θα δούμε αν λέει αλήθεια η γιαγιά, χαχάνισε ο Λουκάς. Αν δεν τα πάρει η Νεράιδα πάει να πει πως με κορόιδεψαν. Αν πάλι τα πάρει, δεν πειράζει, γιατί αυτά που άφησα δεν μου αρέσουν και πολύ. Άσε που θα βεβαιωθώ ότι υπάρχει και δεν θα την ξαναπατήσω, είπε γελώντας ευχαριστημένος και σχεδόν βέβαιος ότι το πρωί τίποτα δεν θα έχει συμβεί.
Το βράδυ όμως, εκεί που κοιμόταν άκουσε κάτι περίεργους θορύβους. Άνοιξε τα μάτια του και τι να δει...Μια γυναίκα ήταν σκυμμένη πάνω απ’τα παιχνίδια του και τα μάζευε! Ο Λουκάς γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να την παρατηρεί απ’το άνοιγμα της κουβέρτας του...
Ήταν πολύ όμορφη νεράιδα, σκέφτηκε. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα και είχε μπούκλες στα μαλλιά όπως στα παραμύθια του. Όσο όμορφη και να ήταν όμως, δεν πρέπει να ήταν το ίδιο καλή. Αλλιώς δε θα του έπαιρνε τα παιχνίδια του. Κάτι έπρεπε να κάνει, και γρήγορα μάλιστα, γιατί η Νεράιδα άρχισε να μαζεύει και τα παιχνίδια που είχε τακτοποιήσει! Η φωνή του βγήκε πριν προλάβει να την σταματήσει.
- Σε παρακαλώ Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης, μη μου πάρεις τα παιχνίδια μου, φώναξε απελπισμένα ο Λουκάς.
Η Νεράιδα γύρισε σιγά σιγά και τότε...Ο Λουκάς έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η Νεράιδα ήταν ολόιδια η μαμά του!
- Μαμά; Ψιθίρισε σαστισμένος ο Λουκάς. Η Νεράιδα όμως δεν απάντησε. Μόνο τον κοίταξε με ύφος τόσο αυστηρό που έκανε το Λουκά να παγώσει στη θέση του.
-Δεν είμαι η μαμά σου, είπε καθώς πλησίαζε στο κρεβάτι του. Είμαι η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης.
-Μα.., εσύ είσαι η μαμά μου, της είπε ο Λουκάς διστακτικά.
-Μοιάζω με τη μαμά σου φυσικά, αποκρίθηκε η Νεράιδα. Τι περίμενες δηλαδή; Να τρυπώσω στο σπίτι σου με φτερά και ραβδάκι και να με περάσουν για τρελή; Ή να μπω από κανένα παράθυρο, να με πάρουν για διαρρήκτη και να φωνάξουν την αστυνομία; Αχ, πάνε οι καιροί που οι δουλειές τέλειωναν εύκολα, τάκα, τάκα που λένε. Τώρα η δουλειά μας έχει γίνει δύσκολη και επικίνδυνη...
Ο Λουκάς δεν πίστευε στα αυτιά του και στα μάτια του. Μα καλά, τι σόι Νεράιδα ήταν αυτή; Όμορφη και αυστηρή, σοβαρή και πολυλογού μαζί. Βρε, μπας και ονειρευόταν; Η Νεράιδα σταμάτησε μεμιάς και σκύβοντας από πάνω του, του είπε σα να είχε διαβάσει τη σκέψη του...
-Όχι Λουκά, δεν ονειρεύεσαι...Να κοίτα...και του τσίμπησε λίγο το χεράκι κάτω απ’την κουβέρτα
-Άουτς, παραπονέθηκε ο Λουκάς.
-Σιγά βρε, δε σε μεταμόρφωσα και σε βάτραχο κιόλας, τι κάνεις έτσι; Και κοιτώντας τον πιο ερευνητικά του είπε τώρα σοβαρά – Εσύ είσαι λοιπόν ο Λουκάς, και συμπλήρωσε, ο Λουκάς ο τσαπατσούλης. Ο Λουκάς έγινε κατακόκκινος σαν πατζάρι απ’τη ντροπή του.
- Ναι, εγώ είμαι, είπε σκύβοντας λίγο το κεφάλι.
- Είσαι και πονηρούλης όμως, πρόσθεσε η Νεράιδα. Νόμιζες ότι δε θα καταλάβω ότι τακτοποίησες μόνο τα αγαπημένα σου παιχνίδια; Ο Λουκάς δεν πίστευε στα αυτιά του! Η Νεράιδα τα είχε καταλάβει όλα! Τι ντροπή! Ρεζίλι είχε γίνει...
-Λοιπόν, γιατί δε μιλάς; Του είπε αυστηρά. Γιατί είσαι τσαπατσούλης; Ο Λουκάς ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί...Φοβάμαι πως πρέπει να σου τα πάρω τα παιχνίδια αφού δεν τα προσέχεις. Και επειδή είσαι πονηρός θα πάρω και εκείνα που τακτοποίησες.
-Όχι, Όχι, σε παρακαλώ, φώναξε ο Λουκάς. Θα γίνω κι εγώ νοικοκύρης όπως λέει ο μπαμπάς και η μαμά. Μη μου πάρεις τα πιχνίδια μου όμως.
-Χμμ, έκανε η Νεράιδα. Να σε πιστέψω;
-Ναι, ναι, θα γίνω.
-Για να δούμε... Φαίνεσαι ειλικρινής. Άντε, θα στη χαρίσω αυτή τη φορά, είπε. Αν όμως μου λες ψέματα και αρχίσεις πάλι τα ίδια θα ξανάρθω.
- Όχι, όχι, θα γίνω πραγματικά νοικοκύρης!
-Μακάρι. Γιατί τα παιχνίδια σου όλο μου γκρινιάζουν να το ξέρεις. Δεν είναι καθόλου ευχαριστημένα μαζί σου.
- Μα τα παιχνίδια δε μιλάνε...
-Δε μιλάνε; Σοβαρολογείς; Ειδικά τα δικά σου μου παίρνουν τ’αυτιά κάθε φορά που έρχομαι. Ώρα να φύγω όμως. Ήδη άργησα πολύ με την κουβέντα που πιάσαμε. Άντε, κουκουλώσου για να φύγω. Και κάνε ησυχία, μην ξυπνήσουμε κανένα και με τσακώσουν.
Ο Λουκάς πήγε να κουκουλωθεί, ξαφνικά όμως η Νεράιδα τον σταμάτησε.
- Στάσου, είπε, κάτι ξέχασα...και του έσκασε ένα γλυκό φιλάκι στη μύτη. - Αυτό για καληνύχτα, είπε χαμογελώντας και τον κουκούλωσε με το πάπλωμα. Ο Λουκάς άκουσε σιγά σιγά τα τα βήματά της καθώς έβγαινε από το δωμάτιο και μετά απόλυτη ησυχία. Έβγαλε το κεφαλάκι του και κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Ήταν πάλι μόνος του. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί...
Μόλις ξημέρωσε έτρεξε κατευθείαν στη γιαγιά του και της τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα.
- Γιαγιά με πιστεύεις έτσι δεν είναι; Είπε ο Λουκάς όλο αγωνία.
-Σε πιστεύω Λουκά μου, χαμογέλασε εκείνη.
-Γιαγιά, εσύ πώς ήξερες πως θα έρθει η Νεράιδα;
-Ε, να, είπε η γιαγιά σκύβοντας στο αφτί του. Θα σου πω ένα μυστικό αλλά μην το πεις πουθενά...Όταν ήμουν μικρούλα σαν κι εσένα, είχε έρθει και σε μένα η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης.
-Ήσουν κι εσύ τσαπατσούλα γιαγιά;!
-Ναι! Αλλά από τότε άλλαξα κι έγινα νοικοκυρά.
-Κι εγώ θα γίνω νοικοκύρης γιαγιά, είπε ο Λουκάς. Το υποσχέθηκα στη Νεράιδα και ο μπαμπάς λέει πως πρέπει να κρατάμε τις υποσχέσεις μας.
-Μπράβο Λουκά μου! Έτσι σε θέλω. Να είσαι αποφασιστικός! Είπε η γιαγιά και τον έκλεισε όλο χαρά στη ζεστή αγκαλιά της.
..............................
Από εκείνη την ημέρα λοιπόν, ο Λουκάς έβαλε μυαλό. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έμαθε και το Μπάμπη να μαζεύει τα παιχνίδια του. Κι έγινε τόσο τακτικός που διόρθωνε και τη μαμά ακόμη...
-Άντε μαμά, της έλεγε. Πλύνε γρήγορα τα πιάτα, γιατί αν έρθει η Νεράιδα της Νοικοκυροσύνης και στα πάρει, πού θα τρώμε μετά, ε;
-Για δες πού έμπλεξα, χαμογελούσε η μαμά, κι έδινε πάντα στο Λουκά ένα φιλάκι στη μυτούλα..!
Τέλος
Δεν βρέθηκαν σχόλια.