Τίτλος : Ένας Λύκος...Θαλασσόλυκος!
Συγγραφέας: Αικατερίνη Ράπτη
(Το παραμύθι αυτό μπορεί να αποδοθεί πολύ όμορφα από τους γονείς, με το να χρησιμοποιούν διαφορετικές φωνές για κάθε καινούριο ζώο που εμφανίζεται στη σκηνή)
Μια φορά κι έναν καιρό ο λύκος του δάσους πείσμωσε για τα καλά...
-Δεν είναι δουλειά αυτή, μονολογούσε. Τα τρία γουρουνάκια έχτισαν σπιτάκια από τούβλα και δεν μπορώ να τα πιάσω. Η κοκκινοσκουφίτσα με τη γιαγιά της έχουν τον ξυλοκόπο που τις φυλάει. Ούτε εκεί μπορώ να πλησιάσω. Τα εφτά κατσικάκια έβαλαν ματάκι στην πόρτα και δεν μπορώ πια να τα κοροϊδέψω. Τι θα γίνει επιτέλους; Νηστικός θα κάτσω εγώ δηλαδή; Δεν είναι δίκαιο...
Ξαφνικά όμως, μια ιδέα άστραψε στο νου του.
- Το βρήκα! Αναπήδησε. Θα πάω στη θάλασσα. Τα ψάρια δεν είναι βέβαια τόσο νόστιμα όσο το κρεατάκι, αλλά τι να γίνει. Κάπως πρέπει να ζήσω κι εγώ. Εκεί θα κάνω χρυσές δουλειές, μια και θα είμαι ο μοναδικός λύκος.
Μάζεψε λοιπόν τα μπογαλάκια του και ξεκίνησε.
- Για πού το’βαλες κυρ λύκο; Φώναζαν τα πουλάκια ψηλά απ’τα δέντρα.
-Φεύγω απο’δώ. Δεν σας αντέχω άλλο. Θα βρω αλλού την τύχη μου, απαντούσε ο λύκος θυμωμένα.
Το νέο, φυσικά, διαδόθηκε αμέσως σε όλο το δάσος.
- Ο λύκος φεύγει, ζήτωωω, φώναζαν όλα τα ζωάκια καταχαρούμενα και στήσανε χορό μεγάλο.
Ο λύκος λοιπόν, μετά από ένα σύντομο ταξίδι, έφτασε τελικά στη θάλασσα. Εκεί αγόρασε μια βάρκα, καλάμι και πετονιά και δίχως να χάσει καιρό πήγε για ψάρεμα.
-Δε μπορεί, μονολογούσε. Εδώ θα είμαι πιο τυχερός.
Μα οι ώρες περνούσαν και τίποτα δεν έπιανε. Γύρω του επικρατούσε ησυχία.
Στο βυθό της θάλασσας όμως τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Τα ψάρια και τα υπόλοιπα ζώα της θάλασσας, αναστατωμένα είχαν συγκαλέσει έκτακτο συμβούλιο και σχεδίαζαν πώς να ξεφορτωθούν το λύκο!
- Ακούστε φίλοι μου, πήρε το λόγο η τσιπούρα. Τα νέα που ακούσατε είναι όλα αλήθεια. Κυκλοφορεί στα μέρη μας ένας επικίνδυνος λύκος με καλάμι και πετονιά και προσπαθεί να ψαρέψει ανυπεράσπιστα ψαράκια. Φυσικά, αυτό δε μπορεί να μείνει έτσι. Γιατί, τι θα γίνει φίλοι μου αν κάθε ζώο του δάσους πάρει κι από ένα καλάμι κι αρχίσει να ψαρεύει; Τι θα σημαίνει αυτό για την κοινωνία μας; Α, όλα κι όλα! Μας φτάνουν οι κίνδυνοι που έχουμε, δεν θέλουμε κι άλλους. Πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο να διώξουμε το λύκο από εδώ και να μην ξαναγυρίσει.
Όλα τα ψάρια συμφώνησαν με την τσιπούρα και έβαλαν μπροστά το σχέδιό τους.
Φυσικά, ο λύκος δεν είχε ιδέα για όλα αυτά και ψάρευε ανέμελος.
Σε λίγο όμως ένιωσε κάτι και τράβηξε το καλάμι του να δει τι συμβαίνει.
-Τι είναι πάλι τούτο; Φώναξε.
Πιασμένη στο αγκίστρι του ήταν μια μαύρη μπάλα γεμάτη αγκάθια! Προσπαθώντας να την ξεμπλέξει όμως, ο λύκος τρυπήθηκε.
- Τι στο καλό; Είπε νευριασμένα. Έχει και στη θάλασσα σκαντζόχοιρους;
- Αχινός είμαι αμόρφωτε! απάντησε ο αχινός.
-Ε, τι αχινός, τι σκαντζόχοιρος, την ίδια δουλειά κάνετε και οι δυο. Τρυπάτε και δεν τρώγεστε με τίποτα. Τι να σε κάνω τώρα εσένα; Άντε δρόμο, φώναξε και τον πέταξε πίσω στη θάλασσα.
Σε λίγο όμως να’σου πάλι ένα τράβηγμα στο καλάμι του.
-Κάτι έπιασα, ανασκίρτησε και τράβηξε με δύναμη το καλάμι.
Μα τι ήταν πάλι αυτό;
- Γεια σου κυρ λύκε, είπε το πλασματάκι. Είμαι ο κάβουρας. Χαίρω πολύ!
- Χαίρω πολύ, είπε και ο λύκος σαστισμένος. Μόλις όμως έδωσε το χέρι του να χαιρετιθούν, ο κάβουρας του έκοψε μια δυνατή τσιμπιά με τις δαγκάνες του.
- Άουτς...ούρλιαξε ο λύκος απ’τον πόνο. Βρε αλιτήριε, δε ντρέπεσαι λιγακι να τσιμπάς κάποιον που σε χαιρετάει;
-Δε φταίω εγώ κυρ λύκε, παραπονέθηκε ο κάβουρας. Αφού έτσι χαιρετάμε εμείς τα καβούρια.
-Μας υποχρέωσες!Κοίτα πώς κατάντησες το χεράκι μου. Έγινε κατακόκκινο σα μπαρμπούνι. Φεύγα γρήγορα και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου γιατί χάθηκες τ’ακούς; Καβουροσαλάτα θα σε κάνω!
Δίχως να χάσει χρόνο, ο κάβουρας έπεσε και πάλι μέσα στο νερό.
- Τι έγινε, τι έγινε; Άρχισαν τις ερωτήσεις τα ψαράκια μόλις τον είδαν.
- Εντάξει, είπε γελώντας εκείνος. Του έκοψα μια τσιμπιά που θα τον πονάει μέχρι το βράδυ!
- Ζήτωωω φώναξαν τα ψάρια. Άντε σειρά σου τώρα χταποδάκι. Δως του να καταλάβει...
Το χταπόδι λοιπόν τράβηξε την πετονιά και με μιας ο λύκος, που νόμιζε ότι έπιασε ψάρι, το τράβηξε έξω από το νερό.
- Τι είναι πάλι ετούτη η γλίτσα; Αναρωτήθηκε ο λύκος.
-Δεν είμαι γλίτσα! Είμαι χταποδάκι κι εσύ είσαι αγενής.
- Εγώ μπορεί να είμαι αγενής, αλλά κι εσύ είσαι γλίτσα. Και μάλιστα γλίτσα με βεντούζες, είπε ο λύκος κι έβαλε κοροϊδευτικά τα γέλια.
- Έτσι είσαι; θύμωσε το χταπόδι. Τώρα θα δεις. Με μιας τύλιξε τα πλοκάμια του γύρω από την ουρά του λύκου και άρχισε να την τραβάει δυνατά.
- Άσε την ουρά μου, άσε την ουρά μου, φώναζε ο λύκος.
- Να το ζητήσεις ευγενικά. Φώναξε το χταπόδι θυμωμένα.
-Καλά, καλά, εντάξει...Χταπόδι, χταποδάκι μου, άσε σε παρακαλώ την ουρίτσα μου, γιατί αν την τραβήξεις λίγο ακόμα θα καταντήσω σαν την κολοβή αλεπού!
-Έτσι μπράβο, είπε το χταπόδι θριαμβευτικά. Κοίτα να σου γίνει μάθημα, γιατί αν σε ξανακούσω να με κοροϊδεύεις την έβαψες καμομοίρη μου. Και με αυτά τα λόγια βούτηξε πάλι πίσω στο νερό.
- Βρε τι έπαθα, αναστέναξε ο λύκος. Όλα στραβά μου πήγαν σήμερα. Ούτε ένα ψαράκι δεν έπιασα και η κοιλιά μου γουργουρίζει. Τι ήθελα κι άφησα το ωραίο μου δάσος να’ρθω εδώ πέρα; Κι όσο πέφτει το βράδυ με πονάνε τα κοκαλάκια μου από την υγρασία. Ουφ...ίσως είναι καλύτερα να βγω στην αμμουδιά.
Απογοητευμένος λοιπόν, ο λύκος βγήκε στην παραλία να ξεκουραστεί. Σιγά, σιγά βράδιαζε και ο ουρανός γέμισε από χιλιάδες φωτεινά αστέρια.
- Πω, πω, τι όμορφα που είναι, θαύμασε ο λύκος.
Μα ξαφνικά κάτι πήρε το μάτι του πάνω στην αμμουδιά. Πλησίασε και είδε έναν...αστερία.
- Ωχ, ένα αστέρι, είπε ο λύκος, που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του αστερία. Μα πώς βρέθηκε εδώ;
- Γιατί απορείς καλέ μου φίλε; Απάντησε ήρεμα ο αστερίας. Όπως εσύ παράτησες το δάσος σου για να γίνεις θαλασσόλυκος, έτσι κι εγώ ζήλεψα κι έπεσα από τον ουρανό για να έρθω στη θάλασσα.
- Μα τι θα γίνει αν αποφασίσουν και τα άλλα αστέρια να σε ακολουθήσουν; Πω,πω, είπε καθώς το καλοσκεφτόταν ο λύκος. Θα μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι! Γύρνα πίσω αστεράκι μου, να χαρείς, παρακάλεσε ο λύκος φοβισμένα.
- Θα γυρίσω μόνο με την προϋπόθεση ότι κι εσύ θα πας πίσω στο δάσος σου. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του που λένε. Έτσι κυρ λύκο; Το σωστό, σωστό.
- Δίκιο έχεις αστεράκι μου. Έτσι κι αλλιώς άτυχος ήμουν στο δάσος, άτυχος κι εδώ.
- Δεν ήσουν άτυχος κυρ λύκε. Μόνο λίγο τεμπελάκος. Νόμιζες πως εδώ δε θα χρειαστεί να δουλέψεις πολύ για να τρως. Αν δε βάλεις τα δυνατά σου όμως, όπου και να’σαι νηστικός θα μένεις.
Έτσι λοιπόν ο λύκος, πρωί, πρωί, μάζεψε ξανά τα μπογαλάκια του και γύρισε πίσω στο δάσος του.
-Τι έγινε θαλασσόλυκε; Ψάρεψες κιόλας όλα τα ψάρια της θάλασσας και μας γύρισες; τον κορόιδευαν τα πουλάκια πάνω στα δέντρα. Κι ο λύκος, αποφασισμένος, αποκρινόταν ορεξάτα:
Προτιμάω τα ζωάκια
Τι τα θέλω τα ψαράκια;
Θα δουλέψω πιο σκληρά
Να γεμίσω την κοιλιά
Μαζευτείτε, φυλαχτείτε
Στα σπιτάκια σας κρυφτείτε
Γύρισα στο δάσος πίσω
Και πεινάω σαν το λύκο!
Δεν βρέθηκαν σχόλια.